κλίμα

κλίμα
κλίμα [[pron. full] , cf. Scymn.521], ατος, τό, ([etym.] κλίνω)
A inclination, slope of ground,

ἑκάτερον τὸ κ. τῶν ὀρῶν Plb.2.16.3

;

ἡ πόλις τῷ ὅλῳ κ. τέτραπται πρὸς τὰς ἄρκτους Id.7.6.1

, etc.; scarp, Apollod.Poliorc.140.7.
II = ἔγκλιμα 1.2,

τοῦ κόσμου Hipparch.1.2.22

, cf. Gem.16.12
, Cleom.1.2.
2 terrestrial latitude, latitudes, region,

τὸ μεσημβρινὸν κ. D.H.1.9

;

τὸ ὑπάρκτιον κ. Plu.Mar.11

; τὰ πρὸς μεσημβρίαν κ. the southern regions, Plb.5.44.6
, cf. 10.1.3, Str.1.1.10, AP9.97 (Alph.), Ath.12.523e, Vett.Val.6.14, etc.;

κ. οὐρανοῦ Hdn.2.11.4

.
3 direction, cardinal point, τὰ τέτταρα κ. (viz. N., S., E., W.) Str.10.2.12, Gp.1.11.1, cf. Isid.Etym.13.1.3;

τὸ νότιον κ. τοῦ κόσμου Plu.2.365b

;

κατὰ τὸ βόρειον κ. Arist.Mu.392a3

.
4 seven latitudinal strips in the

οἰκουμένη

on which the longest day ranged by halfhour intervals from

13

to 16 hours, Eratosth. ap. Scymn.113, Id. ap. Str.2.1.35, 2.5.34, Gem.5.58, 16.17, Posidon. ap. Procl.in Ti.3.125 D. (cf. eund. ap. Cleom.1.10), Id. ap. Str.6.2.1, Marin. ap. Ptol.Geog.1.15.8,1.17.1, Id.Alm.2.12, al., Cat.Cod.Astr.8(4).37.
5 seven astrological zones corresponding to Nos. 3-6 of

κλίμα 11.4

, Nech.Fr.5, al., Vett. Val.22.33, al., Firmic.2.11.2.
III metaph., inclination, propensity, Arr.Epict.2.15.20.
IV fall, ἑπταετεῖ κλίματι by death at seven years of age, IG14.2431.
V Gramm., inflected form, A.D. Adv.173.25.
VI = ὑπόδημα, Hsch.; cf. κλείματα.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλίμα — inclination neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… …   Dictionary of Greek

  • κλίμα — το, ατος το σύνολο των μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν σ έναν τόπο και αποτελούν τη μέση ατμοσφαιρική κατάστασή του: Το κλίμα είναι ορεινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσογειακό κλίμα — Ειδικός τύπος κλίματος, που χαρακτηρίζεται από ζεστά και ξηρά καλοκαίρια, ποικίλης διάρκειας, και ψυχρούς και υγρούς χειμώνες· οι βροχοπτώσεις παρουσιάζουν υψηλή διακύμανση από χρόνο σε χρόνο, ενώ η ηλιακή ακτινοβολία είναι έντονη, ιδιαίτερα το… …   Dictionary of Greek

  • κλίμ' — κλίμα , κλίμα inclination neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιματίζω — [κλίμα] εξασφαλίζω σε κλειστό χώρο καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, κυκλοφορίας και καθαρότητας τού αέρα ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες …   Dictionary of Greek

  • κλιμάτεσσι — κλίμα inclination neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμάτων — κλίμα inclination neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμασι — κλίμα inclination neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμασιν — κλίμα inclination neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίματα — κλίμα inclination neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”